καταμύξατο

καταμύξατο
κατᾱμύξατο , καταμύσσω
tear
aor ind mid 3rd sg (doric aeolic)
καταμύσσω
tear
aor ind mid 3rd sg (homeric ionic)
καταμύσσω
tear
aor ind mid 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταμύσσω — καταμύσσω, αττ. τ. καταμύττω (Α) (ενεργ. και μέσ.) κατασπαράζω, καταξεσχίζω (α. «κατὰ δὲ χρόα καλὸν ἀμύξη», Θεόκρ. β. «πρὸς χρυσέη περόνη καταμύξατο χεῑρα ἀραιήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμύσσω «σπαράζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”